βαλανηρός

βαλανηρός
βᾰλᾰν-ηρός, ά, όν, ([etym.] βάλανος)
A of the acorn type, Thphr.HP1.11.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαλανηρά — βαλανηρός of the acorn type neut nom/voc/acc pl βαλανηρά̱ , βαλανηρός of the acorn type fem nom/voc/acc dual βαλανηρά̱ , βαλανηρός of the acorn type fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανηρόν — βαλανηρός of the acorn type masc acc sg βαλανηρός of the acorn type neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”